κοσμητήρ

κοσμητήρ
κοσμ-ητήρ, ῆρος, ,
A = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin.3.185.
II at Itanos, title of eponymous magistrate, SIG463.15 (iii B. C.), Supp.Epigr.2.512.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοσμητήρ — κοσμητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) [κοσμώ] 1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός 2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα 3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο …   Dictionary of Greek

  • κοσμητῆρα — κοσμητήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητῆρας — κοσμητήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτειρα — κοσμήτειρα, ἡ (Α) βλ. κοσμητήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”